Uwiązanie στα ελληνικά

Μετάφραση: uwiązanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοργή, τρυφερότητα, να συνδέσει, να δέσει, να δέσουν, για να δέσει, να δένουν
Uwiązanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eksces στα ελληνικά - πλεόνασμα, περίσσευμα, υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, περίσσειας, υπερβαίνουν
  • glutation στα ελληνικά - γλουταθειόνης, γλουταθειόνη, της γλουταθειόνης, γλουταθείου, η γλουταθειόνη
  • głuptak στα ελληνικά - βλάκας, ηλίθιος, ηλίθιο, idiot, ανόητος
  • jabłko στα ελληνικά - μήλο, μήλου, της Apple, μήλων, η Apple
Τυχαίες λέξεις
Uwiązanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοργή, τρυφερότητα, να συνδέσει, να δέσει, να δέσουν, για να δέσει, να δένουν