Uwieńczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: uwieńczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορόνα, στέμμα, κορώνα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Μεταφράσεις
- buszel στα ελληνικά - μοδίο, βατσέλι, μόδι, μέδιμνο, μπούσελ
- czołem στα ελληνικά - μέτωπο, μέτωπό, μετώπου, το μέτωπο, το μέτωπό
- genetyczny στα ελληνικά - χαρακτηριστικός, γενετικός, γενετική, γενετικής, γενετικών, γενετικό, γενετικές
- globalnie στα ελληνικά - σε παγκόσμιο επίπεδο, παγκοσμίως, παγκόσμιο επίπεδο, σε παγκόσμιο, παγκόσμιο
Τυχαίες λέξεις
Uwieńczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορόνα, στέμμα, κορώνα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Μεταφράσεις: κορόνα, στέμμα, κορώνα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας