Uwielbić στα ελληνικά
Μετάφραση: uwielbić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έπαινος, εκθειάζω, λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brakoróbstwo στα ελληνικά - φύρα, απώλεια, σπατάλη, σπατάλης, της σπατάλης
- cukiernica στα ελληνικά - ζάχαρη, ζάχαρης, της ζάχαρης, τη ζάχαρη, σακχάρου
- erozyjny στα ελληνικά - διαβρωτικός, διαβρωτική, διαβρωτικής, διαβρωτικές, διαβρωτικών
- indywidualizować στα ελληνικά - ατομικά, χωριστά, ξεχωρίζω, εξατομικεύσει, εξατομίκευση της, εξατομικεύσουμε
Τυχαίες λέξεις
Uwielbić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έπαινος, εκθειάζω, λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας
Μεταφράσεις: έπαινος, εκθειάζω, λατρεία, λατρείας, τη λατρεία, η λατρεία, της λατρείας