Uwzględnić στα ελληνικά
Μετάφραση: uwzględnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, λαμβάνει υπόψη, λαμβάνουν υπόψη, να λαμβάνει υπόψη, να λάβει υπόψη, να λαμβάνουν υπόψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apolityczność στα ελληνικά - μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
- dylemat στα ελληνικά - δίλημμα, το δίλημμα, διλήμματος, δίλημμα που, δίλλημα
- fenomenologia στα ελληνικά - φαινομενολογία, φαινομενολογίας, η φαινομενολογία, τη φαινομενολογία, της φαινομενολογίας
- grzmiący στα ελληνικά - βροντή, βροντών, βροντερή, φοβερού, βροντές
Τυχαίες λέξεις
Uwzględnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, λαμβάνει υπόψη, λαμβάνουν υπόψη, να λαμβάνει υπόψη, να λάβει υπόψη, να λαμβάνουν υπόψη
Μεταφράσεις: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, λαμβάνει υπόψη, λαμβάνουν υπόψη, να λαμβάνει υπόψη, να λάβει υπόψη, να λαμβάνουν υπόψη