Uzależnić στα ελληνικά
Μετάφραση: uzależnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέμα, υποκείμενο, υπήκοος, αντικείμενο, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Μεταφράσεις
- alienacja στα ελληνικά - αποξένωση, αλλοτρίωση, αποξένωσης, αλλοτρίωσης, την αποξένωση
- bezprecedensowy στα ελληνικά - πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, πρωτοφανή, χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανείς
- bezskutecznie στα ελληνικά - ανεπιτυχώς, επιτυχία, χωρίς επιτυχία, μάταια, ματαίως
- elektromotoryczny στα ελληνικά - ηλεκτροπαραγωγός, ηλεκτρεγερτική, ηλεκτρεγερτικής, ηλεκτρεγερτικές, ηλεκτροκινητική
Τυχαίες λέξεις
Uzależnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέμα, υποκείμενο, υπήκοος, αντικείμενο, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Μεταφράσεις: θέμα, υποκείμενο, υπήκοος, αντικείμενο, κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε