Wąchać στα ελληνικά
Μετάφραση: wąchać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευωδία, μυρίζω, οσμή, μυρωδιά, άρωμα, οσμής, όσφρησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akademia στα ελληνικά - ακαδημία, κολέγιο, Ακαδημίας, Academy, σχολή, της Ακαδημίας
- badacz στα ελληνικά - εξερευνητής, ερευνητής, ερευνητή, ερευνητών, ερευνήτρια, των ερευνητών
- dostarczyć στα ελληνικά - προμήθεια, προμηθεύω, προνοώ, παροχή, υποβάλλω, υποτάσσομαι, χορήγηση, ...
- faska στα ελληνικά - σαπιοκάραβο, Faska
Τυχαίες λέξεις
Wąchać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευωδία, μυρίζω, οσμή, μυρωδιά, άρωμα, οσμής, όσφρησης
Μεταφράσεις: ευωδία, μυρίζω, οσμή, μυρωδιά, άρωμα, οσμής, όσφρησης