Μυρίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: μυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatrącać, odór, wąchać, trącić, powąchać, woń, zalecieć, zapach, węch, wiać, nawąchać, wonieć, czuć, smród, pachnieć, powonienie, zapachu
Μυρίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μυρίζω

μυρίζω σκόρδο, μυρίζω συνώνυμα, δεν μυρίζω, μυρίζω άσχημα, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, μυρίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μυθολογία στα πολωνικά - łapać, mitologia, mitologii, mitologię, mythology, mitologią
  • μυλωνάς στα πολωνικά - młynarz, frezarka, miller, młynarza, Millera
  • μυρμήγκι στα πολωνικά - mrówka, termit, ant, mrówki, mrówek, Tępienie
  • μυρσίνη στα πολωνικά - mirt, barwinek, mirtu, mirtowy, myrtle, w Myrtle
Τυχαίες λέξεις
Μυρίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zatrącać, odór, wąchać, trącić, powąchać, woń, zalecieć, zapach, węch, wiać, nawąchać, wonieć, czuć, smród, pachnieć, powonienie, zapachu