Οσμή στα πολωνικά

Μετάφραση: οσμή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wywęszyć, węszyć, zwąchać, aromat, zwęszyć, wyczuć, perfumować, perfumy, wąchać, zwietrzyć, odór, zapach, trop, wietrzyć, posmak, woń, zapachu, zapachów
Οσμή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οσμή

οσμή κολπικών υγρών, οσμή αμμωνίας στα ούρα, οσμή στόματος, οσμή στα κολπικά υγρά, οσμή ψαριού, οσμή λεξικό γλώσσας πολωνικά, οσμή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ορφανός στα πολωνικά - sierotka, sierocy, bękart, osierocić, sierota, sierotą, osierocony, ...
  • ορχήστρα στα πολωνικά - instrumentarium, orkiestra, orkiestrę, orkiestry, orkiestrą, orchestra
  • οστρακοειδή στα πολωνικά - małż, skorupiak, mięczak, skorupiaki, skorupiaków, małże, shellfish
  • οτιδήποτε στα πολωνικά - wszystko, coś, cokolwiek, nic, niczego
Τυχαίες λέξεις
Οσμή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wywęszyć, węszyć, zwąchać, aromat, zwęszyć, wyczuć, perfumować, perfumy, wąchać, zwietrzyć, odór, zapach, trop, wietrzyć, posmak, woń, zapachu, zapachów