Wądół στα ελληνικά
Μετάφραση: wądół, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάκκος, ορυχείο, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciągle στα ελληνικά - συνεχώς, πάντοτε, γαλήνιος, πάντα, ακίνητος, ήρεμος, ακόμη, ...
- dyszkant στα ελληνικά - τριπλός, τριπλασιάζω, σοπράνο, τριπλούς, πρίμα, πρίμων, τα πρίμα, ...
- gułag στα ελληνικά - Γκούλαγκ, γκουλάγκ, Gulag, γκουλάκ, γκουλάγκ της
- homofoniczny στα ελληνικά - ομοφωνική, ομοφωνικό, homophonic, ομοφωνικές, ομοφωνικής
Τυχαίες λέξεις
Wądół στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάκκος, ορυχείο, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο
Μεταφράσεις: λάκκος, ορυχείο, σκάμμα, λάκκο, pit, τάφρο