Wątłość στα ελληνικά

Μετάφραση: wątłość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
Wątłość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzoskwinia στα ελληνικά - γιαρμάς, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ροδάκινα
  • czołobitność στα ελληνικά - δουλοπρέπεια
  • harc στα ελληνικά - HARC
Τυχαίες λέξεις
Wątłość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία