Αδυναμία στα πολωνικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułomność, słabostka, wątłość, słabość, osłabienie, słabością, słabości, osłabienia
Αδυναμία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αδυναμία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα πολωνικά - próżniaczy, daremny, samozachowawczy, kwasić, wałkonić, gnuśny, bezwolny, ...
  • αδρός στα πολωνικά - przebogaty, wylewny, obfity, hojny, rozlewny, rozrzutny, szorstki, ...
  • αδυνατίζω στα πολωνικά - niewielki, nieistotny, wyszczupleć, odchudzić, wątły, szczupły, cienki, ...
  • αδύναμος στα πολωνικά - asteniczny, kruchy, wątły, niskoprocentowy, słabo, szmirowaty, niepełny, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ułomność, słabostka, wątłość, słabość, osłabienie, słabością, słabości, osłabienia