Wędzidło στα ελληνικά
Μετάφραση: wędzidło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φίμωτρο, κομμάτι, bit, λίγο, δυαδικών ψηφίων, μπιτ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czujny στα ελληνικά - προσεκτικός, επιφυλακτικός, άγρυπνος, προσεχτικός, συναγερμός, συναγερμού, προειδοποίησης, ...
- dezorganizacja στα ελληνικά - αποδιοργάνωση, αποδιοργάνωσης, την αποδιοργάνωση, η αποδιοργάνωση, ανοργανωσιά
- egzekutywa στα ελληνικά - εκτελεστικός, εκτελεστικό, εκτελεστικών, εκτελεστικά, εκτελεστική
- elegant στα ελληνικά - κομψός, κομψό, κομψά, κομψή, το κομψό
Τυχαίες λέξεις
Wędzidło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φίμωτρο, κομμάτι, bit, λίγο, δυαδικών ψηφίων, μπιτ
Μεταφράσεις: φίμωτρο, κομμάτι, bit, λίγο, δυαδικών ψηφίων, μπιτ