Λέξη: σπεσιαλιτέ

Σχετικές λέξεις: σπεσιαλιτέ

ελληνικές σπεσιαλιτέ, κρητικές σπεσιαλιτέ, γαλλικέσ σπεσιαλιτέ, σπεσιαλιτέ άνδρου, χριστουγεννιάτικες σπεσιαλιτέ, σπεσιαλιτέ σίφνου, γερμανικές σπεσιαλιτέ, ιαπωνική σπεσιαλιτέ

Συνώνυμα: σπεσιαλιτέ

ειδικότητα, ειδικό χαρακτηριστικό, ειδικότης

Μεταφράσεις: σπεσιαλιτέ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speciality, specialty, specialties, specialties are, dishes, favorites
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especialidad, especiales, la especialidad, especialidad de, especialidades
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spezialfach, spezialität, besonderheit, Spezialität, Spezial, Fach, Spezialitäten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spécialité, spécialisé, spécialisée, spécialités, spécialisées
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
specialità, Altre, di specialità, speciali, specializzato
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
especialidade, especialidades, da especialidade, specialty, de especialidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tak, afdeling, branche, vak, specialiteit, Speciale, Specialty, specialiteiten, gespecialiseerde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
специальность, специализация, особенность, Специализация, специальности, специализированный, по специальности
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spesialitet, tema, etter tema, spesial, Hotell
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
specialitet, special, tema, bästa tema, specialty
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erikoisala, erikoisuus, Erikoisvedoksia, Specialty, erikoisuutta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
specialitet, specielle, andre, Anden, speciale
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
specialita, zvláštnost, specialitou, speciality, specialitu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cecha, specjalność, specjalne, specjalnych, specjalnością, specjalne w
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
különlegesség, szakterület, különleges, specialitás, különlegessége, Specialty
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uzmanlık, Özel, otel, Özellikli, ihtisas
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
подробиці, особливість, фах, спеціальність, спеціальності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
specialitet, specialiteti, specialiteti i, specialitet të, specialiteti të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
специалност, специалитет, специалността, специфичен, от специалност
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спецыяльнасць, спэцыяльнасьць, адмысловасць, спецыяльнасці
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erioskus, eriala, specialty, erialal, erikohustuse, eritunnus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
specijalitetima, specijalnost, specijalitet, Posebnost, Specialty, specijalizirana
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sérgrein, sérstakur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
specialybė, specialybės, specialybę, gaminys, Specializacija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
specialitāte, specialty, speciālā, specialitāti, specialitātes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
специјалитет, специјалност, специјализирани, специјалитетот, специјалноста
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
specialitate, de specialitate, specialitatea, speciale, specialității
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posebnost, specialiteta, specialty, posebni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špecialita, špeciality, špecialitu, śpecialita, špecialitou
Τυχαίες λέξεις