Węzeł στα ελληνικά

Μετάφραση: węzeł, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασταύρωση, κόμβος, γραβάτα, δένω, βρόγχος, φιόγκος, γωνία, βρόχος, θηλιά, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο
Węzeł στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • baczność στα ελληνικά - προσοχή, φροντίδα, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
  • chwytak στα ελληνικά - πιάνω, δραστηριοποιούμαι, αρπάζω, παλεύω, αρπάζομαι, απομόνωση, κλώσημα, ...
  • dekretować στα ελληνικά - διάταγμα, θέσπισμα, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
  • introspekcja στα ελληνικά - ενδοσκόπηση, ενδοσκόπησης, εσωστρέφεια, την ενδοσκόπηση, η ενδοσκόπηση
Τυχαίες λέξεις
Węzeł στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασταύρωση, κόμβος, γραβάτα, δένω, βρόγχος, φιόγκος, γωνία, βρόχος, θηλιά, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο