Λέξη: κοινοβούλιο

Σχετικές λέξεις: κοινοβούλιο

κοινοβούλιο γερμανίας, κοινοβούλιο βιέννης, κοινοβούλιο αιχμής, κοινοβούλιο βουδαπέστησ, κοινοβούλιο της ουκρανίας, κοινοβούλιο και μπίγκ μπέν, κοινοβούλιο κύπρου, κοινοβούλιο της ελλάδας, κοινοβούλιο λονδίνου, κοινοβούλιο ελληνικό, ευρωπαϊκό κοινοβούλιο

Συνώνυμα: κοινοβούλιο

βουλή

Μεταφράσεις: κοινοβούλιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parliament, the parliament, parliament has
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parlamento, el parlamento, del parlamento, parlamentarios, parlamento de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgeordnetenhaus, parlament, Parlament, Parlaments, das Parlament
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diète, parlement, chambre, le Parlement, du Parlement, parlementaires, Parlement européen
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parlamento, del Parlamento, Parlamento europeo, il parlamento, parlamentari
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parlamento, assembleia, do Parlamento, o Parlamento, parliament, parlamentar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volksvertegenwoordiging, parlement, het parlement, Europees Parlement, parliament
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парламент, парламента, парламенте, парламентом, парламенту
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parlament, parlamentet, Stortinget, Parliament
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
riksdag, parlament, parlamentet, riksdagen, parlamentets
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eduskunta, parlamentti, kansanedustuslaitos, parlamentin, parlamentille, parlamentissa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
parlament, Parlamentet, Parlamentets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sněmovna, sněm, parlament, parlamentu, parlamentem, parlamentu ze, Evropský parlament
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sejm, parlament, Parlamentu, parliament, parlamencie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
parlament, parlamenti, parlamentben, a parlament, parlamentnek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parlamento, parlamentosu, meclis, parlamentonun, meclisin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парламент, парламенту
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parlament, i parlamentit, parlamenti, parlamentit, parlamenti i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парламент, парламента, Парламентът, на Парламента
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парламент, парлямэнт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parlament, riigivolikogu, Parlamendi, parlamendis, Parlamendile, parlamenti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
saboru, sabor, skupština, parlament, parlament je, je parlament, sabor je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alþing, Alþingi, þingið, Parliament, þing, þingsins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parlamentas, Parlamento, parlamentui, parlamentą, parlamente
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parlaments, parlamentam, parlamenta, Saeima, parlamentu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Собранието, парламентот, парламент, на парламентот, Собрание
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parlament, parlamentului, Parlamentul, a Parlamentului, Parlamentul European
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
parlament, parlamentu, DZ, parlamenta, zbor
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
parlament, parlamentu, parlamentom

Στατιστικά δημοτικότητας: κοινοβούλιο

Τυχαίες λέξεις