Wbudować στα ελληνικά
Μετάφραση: wbudować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- basetla στα ελληνικά - podge, συνονθύλευμα
- chełpliwość στα ελληνικά - γκελ, κομπασμός, τον κομπασμό, κομπασμό, κομπορρημοσύνη που
- dejonizacja στα ελληνικά - απιονισμού, απιονισμός, απιονισμό
- dozowanie στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
Τυχαίες λέξεις
Wbudować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, συσσωματώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει