Wcelować στα ελληνικά
Μετάφραση: wcelować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερακοντίζω, διαπρέπω, μαχαιριά, σταθ, πλήγμα, μαχαίρι, κτυπήματα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adsorbat στα ελληνικά - προσροφήματος, προσρόφημα, προϊόντος προσρόφησης, προϊόν προσρόφησης, προϊόν προσροφήσεως
- braki στα ελληνικά - ελλείψεις, ανεπάρκειες, ελλείψεων, ελαττώματα, αδυναμίες
- chorał στα ελληνικά - άσμα, ψαλμωδία, άσματος, ασμάτων, σύνθημα
- epileptyk στα ελληνικά - επιληπτικός, επιληπτικές, επιληπτικών, επιληπτικούς, επιληπτική
Τυχαίες λέξεις
Wcelować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερακοντίζω, διαπρέπω, μαχαιριά, σταθ, πλήγμα, μαχαίρι, κτυπήματα
Μεταφράσεις: υπερακοντίζω, διαπρέπω, μαχαιριά, σταθ, πλήγμα, μαχαίρι, κτυπήματα