Weryfikować στα ελληνικά
Μετάφραση: weryfikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαληθεύω, επαλήθευση, επαληθεύει, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chrypliwy στα ελληνικά - βραχνός, ενοχλητικός
- decydowanie στα ελληνικά - αποφασίζει, να αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσει, αποφασιστεί
- dyplomowany στα ελληνικά - ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
- groźny στα ελληνικά - επιβλητικός, ανελέητος, φρικτός, αυστηρός, ριψοκίνδυνος, απαίσιος, επικείμενος, ...
Τυχαίες λέξεις
Weryfikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαληθεύω, επαλήθευση, επαληθεύει, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγξει
Μεταφράσεις: επαληθεύω, επαλήθευση, επαληθεύει, επαληθεύουν, επαληθεύσει, ελέγξει