Λέξη: διαιτησία

Σχετικές λέξεις: διαιτησία

διαιτησία κπολδ, διαιτησία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαιτησία τεε, διαιτησία ποδοσφαίρου, διαιτησία icc, διαιτησία διαταγή πληρωμής, διαιτησία και διαμεσολάβηση, διαιτησία στην κύπρο, διαιτησία νομικά, διαιτησία εβεα

Συνώνυμα: διαιτησία

διαιτητής

Μεταφράσεις: διαιτησία

διαιτησία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arbitration, arbitrage, arbitration in, of arbitration

διαιτησία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arbitraje, de arbitraje, arbitral, el arbitraje, un arbitraje

διαιτησία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schiedsgericht, schiedsgerichtsbarkeit, entscheidungsinstanz, entscheidung, streitschlichtung, Schlichtung, Schieds, Schiedsverfahren, Schiedsgerichtsbarkeit, Schlichtungs

διαιτησία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arbitrage, médiation, l'arbitrage, d'arbitrage, arbitrale

διαιτησία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arbitraggio, arbitrato, arbitrale, di arbitrato, compromissoria, l'arbitrato

διαιτησία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arbitragem, de arbitragem, arbitral, a arbitragem

διαιτησία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
arbitrage, arbitrageprocedure, scheidsrechterlijke, arbitrale

διαιτησία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
консультация, арбитраж, арбитражный, арбитража, арбитражного, арбитражное

διαιτησία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
voldgift, voldgifts, mekling, megling, voldgiftssak

διαιτησία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skilje, skiljedoms, skiljedom, skiljeförfarande, skiljedomsförfarande

διαιτησία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
välimiesmenettely, välimiesmenettelyn, välimiesmenettelyä, välimiesmenettelyyn, välimiesmenettelyssä

διαιτησία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
voldgift, voldgiften, voldgiftssag, voldgiftsprocedure

διαιτησία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
arbitráž, rozhodčí, rozhodčí řízení, rozhodčího, rozhodčím

διαιτησία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sąd, arbitraż, arbitrażowy, arbitrażu, arbitrażowe, arbitrażowa

διαιτησία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
döntőbíráskodás, választottbírósági, választottbíróság, választott bírósági, választott bírói

διαιτησία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tahkim, hakemlik, hakem, arbitrasyon

διαιτησία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
консультація, арбітраж, арбітражу

διαιτησία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arbitrazhi, arbitrazhit, arbitrimi, e arbitrazhit, arbitrimit

διαιτησία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арбитраж, арбитражния, арбитражен, арбитражна, Арбитражният

διαιτησία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арбітраж

διαιτησία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbirääkimised, rahuvahendus, vahekohus, vahekohtu, vahekohtumenetluse, vahekohtule, vahekohtumenetlus

διαιτησία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odluka, presuda, arbitraža, arbitraži, arbitražni, arbitraže, arbitražna

διαιτησία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gerðardómi, gerðardóm, gerðardómurinn, gerðardómur, gerðardómar

διαιτησία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arbitražas, arbitražo, Arbitrų, arbitražą, arbitražinė

διαιτησία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arbitrāža, šķīrējtiesa, šķīrējtiesas, arbitrāžas, šėīrējtiesas

διαιτησία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
арбитража, арбитражата, арбитражни, арбитражен, арбитражна

διαιτησία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arbitraj, de arbitraj, arbitrajului, special de arbitraj, arbitrajul

διαιτησία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arbitráž, Arbitražni, arbitraža, Arbitražno, arbitražo, Arbitražna

διαιτησία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
arbitráž, arbitráže, arbitráži

Στατιστικά δημοτικότητας: διαιτησία

Τυχαίες λέξεις