Wliczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wliczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, καταμέτρηση, μετρήθηκαν, υπολογίζονται, υπολογίζεται, συνυπολογίζονται
Wliczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abandon στα ελληνικά - εγκατάλειψη, εγκατάλειψης, την εγκατάλειψη, η εγκατάλειψη, εγκαταλείψεως
  • alfa στα ελληνικά - άλφα, α, αλφα, alpha
  • demokratyczny στα ελληνικά - δημοκρατικός, δημοκρατική, δημοκρατικών, δημοκρατικό, δημοκρατικής
  • gułag στα ελληνικά - Γκούλαγκ, γκουλάγκ, Gulag, γκουλάκ, γκουλάγκ της
Τυχαίες λέξεις
Wliczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, καταμέτρηση, μετρήθηκαν, υπολογίζονται, υπολογίζεται, συνυπολογίζονται