Wnikliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: wnikliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσίτσα, βαθύς, λεπτομερής, προσεκτικός, εξονυχιστικός, έντονος, οξυδερκής, διεισδυτικός, οξύς, οξύνους, πανούργος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alembik στα ελληνικά - αποσταλακτήριο, αποστακτήρας, λαμπίκος, άμβυκα
- autokracja στα ελληνικά - αυτοκρατορία, απολυταρχία, απολυταρχίας, μονοκρατορία, αυταρχισμό, την απολυταρχία
- deptanie στα ελληνικά - ποδοπάτημα, καταπάτηση, το ποδοπάτημα, ποδοπάτηση, καταπάτησης
- formuła στα ελληνικά - τύπος, φόρμουλα, τύπου, τύπο, χημικού τύπου
Τυχαίες λέξεις
Wnikliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσίτσα, βαθύς, λεπτομερής, προσεκτικός, εξονυχιστικός, έντονος, οξυδερκής, διεισδυτικός, οξύς, οξύνους, πανούργος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνος
Μεταφράσεις: μουσίτσα, βαθύς, λεπτομερής, προσεκτικός, εξονυχιστικός, έντονος, οξυδερκής, διεισδυτικός, οξύς, οξύνους, πανούργος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνος