Woń στα ελληνικά

Μετάφραση: woń, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευωδία, οσμή, μυρίζω, μυρωδιά, άρωμα, ευωδιά, το άρωμα, μυρωδιάς
Woń στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • centrala στα ελληνικά - λογομαχία, ανταλλάσσω, συνάλλαγμα, διαφωνία, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, ...
  • czarnorynkowy στα ελληνικά - μαύρος, μαύρη αγορά, μαύρης αγοράς, της μαύρης αγοράς
  • graniczny στα ελληνικά - σύνορο, όριο, όρια, ορίου, ορίων
  • inwalidztwo στα ελληνικά - αναπηρία, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
Τυχαίες λέξεις
Woń στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευωδία, οσμή, μυρίζω, μυρωδιά, άρωμα, ευωδιά, το άρωμα, μυρωδιάς