Wobec στα ελληνικά

Μετάφραση: wobec, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προς, σε, να, για, με
Wobec στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angażować στα ελληνικά - εντάσσω, περιλαμβάνω, εγγράφομαι, μπλέκω, εμπλέκομαι, νοικιάζω, εμπλέκω, ...
  • elektroterapia στα ελληνικά - ηλεκτροθεραπεία, ηλεκτροθεραπείας, ηλεκτροθεραπειας, ηλεκτροθεραπείας σε
  • gigant στα ελληνικά - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
  • impresjonistyczny στα ελληνικά - ιμπρεσιονιστικό, ιμπρεσιονιστική, ιμπρεσσιονιστικά, ιμπρεσσιονιστικές, ιμπρεσιονιστικών
Τυχαίες λέξεις
Wobec στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προς, σε, να, για, με