Wojować στα ελληνικά

Μετάφραση: wojować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Wojować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dawność στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
  • depilator στα ελληνικά - συσκευή αποτρίχωσης, αποτριχωτική μηχανή, αποτριχωτική συσκευή, αποτριχωτική, μηχανή Αποτριχωτική μηχανή
  • fragment στα ελληνικά - μερίδα, κομματάκι, τομή, τμήμα, θραύσμα, τεμάχιο, θραύσματος, ...
  • geometrycznie στα ελληνικά - γεωμετρικά, γεωμετρικώς, γεωμετρική, γεωμετρικές, με γεωμετρική
Τυχαίες λέξεις
Wojować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου