Wola στα ελληνικά

Μετάφραση: wola, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βούληση, θέληση, προαίρεση, διαθήκη, θα, θα είναι, θα το
Wola στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chamstwo στα ελληνικά - όχλος, όχλου, όχλο, σκυλολόι, συρφετό
  • cukrzyć στα ελληνικά - ζάχαρη, διαβήτης, Diabetes, Ο διαβήτης, Διαβήτη, τον διαβήτη
  • edytorski στα ελληνικά - εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοτική, εκδοτικούς, εκδοτικό
  • garb στα ελληνικά - καμπούρα, κύρτωμα, εξογκώματος, εξόγκωμα, αυχένας, περιοχή εξογκώματος
Τυχαίες λέξεις
Wola στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βούληση, θέληση, προαίρεση, διαθήκη, θα, θα είναι, θα το