Wpływowy στα ελληνικά
Μετάφραση: wpływowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, σημαντικούς, επιρροής
Μεταφράσεις
- były στα ελληνικά - πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- chromatyka στα ελληνικά - chromatics, συνδυασμός των χρωμάτων
- cykać στα ελληνικά - τιτιβίζω, τικ, τσιμπούρι, tick, κροτώνων, κρότωνα, σημάδι
- higrostat στα ελληνικά - humidistat, υγροστάτης, υγροστάτη, του υγροστάτη, ρυθμιστή υγρασίας
Τυχαίες λέξεις
Wpływowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, σημαντικούς, επιρροής
Μεταφράσεις: δυναμικός, δυνατός, ισχυρός, με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, σημαντικούς, επιρροής