Wrota στα ελληνικά
Μετάφραση: wrota, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θύρα, πύλη, πόρτα, αριστερός, αυλόπορτα, λιμάνι, πύλης, πόρτας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arystokracja στα ελληνικά - βαθμολογώ, βαθμός, αριστοκρατία, κατατάσσω, βαθμίδα, αριστοκρατίας, αριστοκράτες, ...
- chabrowy στα ελληνικά - μπλε, κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του
- dyspozycyjny στα ελληνικά - ευκαμψία, διαθέσιμος, ευλυγισία, διαθέσιμο, μίας χρήσης, διαθέσιμου, μιας χρήσης, ...
- intensyfikacja στα ελληνικά - επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Wrota στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θύρα, πύλη, πόρτα, αριστερός, αυλόπορτα, λιμάνι, πύλης, πόρτας
Μεταφράσεις: θύρα, πύλη, πόρτα, αριστερός, αυλόπορτα, λιμάνι, πύλης, πόρτας