Współdzielić στα ελληνικά
Μετάφραση: współdzielić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Μεταφράσεις
- bezsłowny στα ελληνικά - βουβός, χωρίς λόγια, χωρίς λέξεις, βουβή, άρρητο
- czeladnik στα ελληνικά - δόκιμος, ειδικευμένος τεχνίτης, τεχνίτη, τεχνίτης, από τεχνίτη, τον τεχνίτη
- egzekwować στα ελληνικά - επιβάλλω, εκτελώ, άσκηση, επιβάλουν, επιβάλλουν, επιβολή, την επιβολή, ...
- faleza στα ελληνικά - γκρεμός, βράχος, βράχο, γκρεμό, βράχου
Τυχαίες λέξεις
Współdzielić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Μεταφράσεις: μοιράζομαι, κλήρος, μοιράζω, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο