Wspomożenie στα ελληνικά

Μετάφραση: wspomożenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρωγή, επικουρία, βοήθεια, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Wspomożenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chłonąć στα ελληνικά - απορροφώ, καταβροχθίζω, ροφώ, εμποτίζομαι, imbibe, αναρροφούν
  • dzieciństwo στα ελληνικά - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
  • egzorcysta στα ελληνικά - εξορκιστής, εξορκιστή, exorcist
  • felieton στα ελληνικά - κολόνα, στήλη, επιφυλλίδες, επιφυλλίδες που, επιφυλλίδες που έχει
Τυχαίες λέξεις
Wspomożenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρωγή, επικουρία, βοήθεια, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν