Wstąpić στα ελληνικά

Μετάφραση: wstąpić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, συνενώνω, κατατάσσομαι, ενώνω, αποδέχομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Wstąpić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antystrofa στα ελληνικά - αντιστροφή
  • brzydzenie στα ελληνικά - φρίκη, αηδία, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
  • czat στα ελληνικά - περιμένω, κουβεντιάζω, κουβέντα, περίμενε, Chat, συνομιλήσετε, Συνομιλία, ...
  • inwariant στα ελληνικά - αμετάβλητες, αμετάβλητο, αμετάβλητα, αναλλοίωτο, αμετάβλητη
Τυχαίες λέξεις
Wstąpić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, συνενώνω, κατατάσσομαι, ενώνω, αποδέχομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν