Wstrzemięźliwy στα ελληνικά
Μετάφραση: wstrzemięźliwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, λιτός, εγκρατής, επιφυλακτικός, ήπειρος, μέτριος, μετριάζω, κρατημένος, εύκρατος, μετριοπαθής, εγκρατείς, λιτές, abstemious
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akcentowanie στα ελληνικά - έμφαση, τονισμός, τονισμού, τονισμό, όξυνση, τον τονισμό
- beczkarnia στα ελληνικά - βαρελοποίια
- centrala στα ελληνικά - λογομαχία, ανταλλάσσω, συνάλλαγμα, διαφωνία, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, ...
- intymność στα ελληνικά - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
Τυχαίες λέξεις
Wstrzemięźliwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, λιτός, εγκρατής, επιφυλακτικός, ήπειρος, μέτριος, μετριάζω, κρατημένος, εύκρατος, μετριοπαθής, εγκρατείς, λιτές, abstemious
Μεταφράσεις: φειδωλός, λιτός, εγκρατής, επιφυλακτικός, ήπειρος, μέτριος, μετριάζω, κρατημένος, εύκρατος, μετριοπαθής, εγκρατείς, λιτές, abstemious