Wstrzymywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wstrzymywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθυστερώ, αναστέλλω, ανακόπτω, μένω, αναχαιτίζω, έλεγχος, καθυστέρηση, παρακωλύω, παρεμποδίζω, παύω, κρεμώ, στέλεχος, μίσχος, απαγορεύω, στηρίγματα, διακόπτω, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση
Wstrzymywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buńczuczność στα ελληνικά - εκθέτω, οθόνη, παρουσιάζω, παύλα, εξόρμηση, ταμπλό, dash
  • czarodziejka στα ελληνικά - νεράιδα, μάγισσα, μάγισσας, μάγισσα που, της μάγισσας
  • garbić στα ελληνικά - κύρτωμα, κακοποιός, καμπούρα, απατεώνας, προαίσθημα, hunch, ισχυρό προαίσθημα, ...
  • głaskać στα ελληνικά - χτύπημα, εγκεφαλικό, θωπεύω, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, ...
Τυχαίες λέξεις
Wstrzymywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθυστερώ, αναστέλλω, ανακόπτω, μένω, αναχαιτίζω, έλεγχος, καθυστέρηση, παρακωλύω, παρεμποδίζω, παύω, κρεμώ, στέλεχος, μίσχος, απαγορεύω, στηρίγματα, διακόπτω, παύση, παύσης, μικρή διακοπή, διακοπή, την παύση