Wszelako στα ελληνικά

Μετάφραση: wszelako, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως
Wszelako στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antropologia στα ελληνικά - ανθρωπολογία, Ανθρωπολογίας, την ανθρωπολογία, της ανθρωπολογίας, Ανθρωπολογικού
  • buszować στα ελληνικά - χτενίζω, τρίβω, λεηλατώ, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, ...
  • ciasnota στα ελληνικά - στενότητα, στενότητας, η στενότητα, περιορισμένου εύρους, περιορισμένο εύρος
  • front στα ελληνικά - πρόσοψη, εμπρός, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό
Τυχαίες λέξεις
Wszelako στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως