Wtłaczać στα ελληνικά

Μετάφραση: wtłaczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριμώχνω, σάντουιτς, ζουλώ, στύβω, κριάρι, κριός, έμβολο, RAM, μνήμη RAM
Wtłaczać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezrozumny στα ελληνικά - άνευ σημασίας
  • gdy στα ελληνικά - σαν, όπως, όταν, κατά, κατά την, πότε
  • internować στα ελληνικά - κρατώ, Intern, οικότροφος, ασκούμενος, ασκούμενο
  • inwestycja στα ελληνικά - επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
Τυχαίες λέξεις
Wtłaczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριμώχνω, σάντουιτς, ζουλώ, στύβω, κριάρι, κριός, έμβολο, RAM, μνήμη RAM