Wulkanizacja στα ελληνικά
Μετάφραση: wulkanizacja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, καπνίζω, βουλκανισμού, βουλκανισμός, βουλκανισμό, ενθείωσης, ενθείωση
Μεταφράσεις
- apodyktyczny στα ελληνικά - θετικός, αυταρχικός, κατηγορηματικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
- dostosowywanie στα ελληνικά - παραμετροποίηση, προσαρμογή, προσαρμογής, την προσαρμογή, παραμετροποίησης
- drażliwy στα ελληνικά - εύθικτος, ολισθηρός, ευπαθής, πικρόχολος, γλιστερός, επιδεικτικός, ευαίσθητος, ...
- istny στα ελληνικά - τακτικός, κατατάσσω, αληθινός, βαθμός, πραγματικός, ομαλός, βαθμολογώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Wulkanizacja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, καπνίζω, βουλκανισμού, βουλκανισμός, βουλκανισμό, ενθείωσης, ενθείωση
Μεταφράσεις: θεραπεύω, παστώνω, αλατίζω, καπνίζω, βουλκανισμού, βουλκανισμός, βουλκανισμό, ενθείωσης, ενθείωση