Wyższość στα ελληνικά
Μετάφραση: wyższość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεροχή, ανωτερότητα, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diagnozować στα ελληνικά - διάγνωση, τη διάγνωση, διαγνώσει, διάγνωση της, διαγνώσουν
- dżudo στα ελληνικά - τζούντο, judo, το τζούντο, του τζούντο, το judo
- harmonista στα ελληνικά - ακορντεονίστα, ακορντεονίστας, τον ακορντεονίστα, ακκορντεονίστα, ακκορντεονίστας
- interwenient στα ελληνικά - παρεμβαίνουσα, παρεμβαίνων, παρεμβαίνον, παρεμβαίνουσας, παρεμβαίνοντος
Τυχαίες λέξεις
Wyższość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεροχή, ανωτερότητα, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή
Μεταφράσεις: υπεροχή, ανωτερότητα, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή