Wyżywić στα ελληνικά

Μετάφραση: wyżywić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταΐζω, ζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, υπάρχω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Wyżywić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyfaszysta στα ελληνικά - αντι, κατά, καταπολέμηση, anti, την καταπολέμηση
  • bróg στα ελληνικά - κραδασμός, σωρός, σοκ, στοιβάδα, θημωνιά, κρούση, Rick, ...
  • chronometria στα ελληνικά - χρονομέτρησης
  • faun στα ελληνικά - Faun, φαύνος, φαύνου, θυμίζουν ξωτικό
Τυχαίες λέξεις
Wyżywić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταΐζω, ζω, σιτίζω, τροφοδοτώ, υπάρχω, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών