Wybielić στα ελληνικά

Μετάφραση: wybielić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλωρίνη, λευκαντικό, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
Wybielić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akcja στα ελληνικά - κλήρος, διάβημα, αρμόζω, μοιράζω, δράση, εγχείρηση, μοιράζομαι, ...
  • atomowo στα ελληνικά - atomically, ατομικά, ατομικώς
  • gwałcić στα ελληνικά - κράμβη, παραβαίνω, παραβιάζω, αθετώ, βιασμός, βιασμού, βιασμό, ...
  • halucynogen στα ελληνικά - παραισθησιογόνο, από Παραισθησιογόνο, με Παραισθησιογόνο, παραισθησιογόνου, παραισθησιογόνο που
Τυχαίες λέξεις
Wybielić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλωρίνη, λευκαντικό, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία