Λευκαντικό στα πολωνικά

Μετάφραση: λευκαντικό, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozjaśnić, wybielić, wybielacz, wybielać, bielik, rozjaśniać, bielić, bielenie, wybielacza, bleach, bielenia
Λευκαντικό στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λευκαντικό

λευκαντικό δέρματος, λευκαντικό με υπεροξείδιο, λευκαντικό διάλυμα, λευκαντικό οξυγόνο, λευκαντικό με ενεργό οξυγόνο, λευκαντικό λεξικό γλώσσας πολωνικά, λευκαντικό στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λερωμένος στα πολωνικά - zbrudzić, brzydki, brudny, zapaskudzić, ubrudzić, morusać, nieprzyzwoity, ...
  • λερώνω στα πολωνικά - kalać, zanieczyszczać, defilować, plamić, wąwóz, smarować, zanieczyścić, ...
  • λευκοπλάστης στα πολωνικά - plaster, tynkować, naklejanie, tynk, gipsowanie, gipsować, pokrywanie, ...
  • λευκό στα πολωνικά - białko, blady, biały, pokrzewka, biel, białkówka, białym, ...
Τυχαίες λέξεις
Λευκαντικό στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rozjaśnić, wybielić, wybielacz, wybielać, bielik, rozjaśniać, bielić, bielenie, wybielacza, bleach, bielenia