Wychować στα ελληνικά

Μετάφραση: wychować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστηλώνω, σηκώνω, υψώνω, τρέφω, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Wychować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dziewictwo στα ελληνικά - παρθενιά, παρθενίας, παρθενία, την παρθενιά, την παρθενία
  • fachowiec στα ελληνικά - εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, επαγγελματίας, επαγγελματικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, ...
  • filharmonijny στα ελληνικά - φιλαρμονικός, φιλαρμονικό, φιλαρμονικές, φιλαρμονική, φιλαρμονικής
  • inspekt στα ελληνικά - θερμή πρασιά, φυτώριο, εστία, θερμοκήπιο
Τυχαίες λέξεις
Wychować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστηλώνω, σηκώνω, υψώνω, τρέφω, ανατρέφω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση