Wygiąć στα ελληνικά
Μετάφραση: wygiąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στροφή, γέρνω, σκύβω, καμπυλώνεται, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
Μεταφράσεις
- autentyczność στα ελληνικά - γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, την αυθεντικότητα
- centymetr στα ελληνικά - εκατοστόμετρο, εκατοστό, εκατοστών, εκατοστού, εκατοστά
- histopatologia στα ελληνικά - Παθολογικής Ανατομικής, Ιστοπαθολογία, Η ιστοπαθολογική εξέταση, Ιστοπαθολονία, Ιστοπαθολογικό
- intensywny στα ελληνικά - βαρύς, επιτακτικός, εντατικός, βαθύς, έντονος, δυνατός, έντονη, ...
Τυχαίες λέξεις
Wygiąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στροφή, γέρνω, σκύβω, καμπυλώνεται, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
Μεταφράσεις: στροφή, γέρνω, σκύβω, καμπυλώνεται, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής