Wygięcie στα ελληνικά

Μετάφραση: wygięcie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, καμπυλώνω, σκύβω, κυρτώνω, καμπυλώνεται, φιόγκος, καμπύλη, τόξο, στροφή, κόμπος, βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
Wygięcie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apodyktyczny στα ελληνικά - θετικός, αυταρχικός, κατηγορηματικός, επιτακτικός, ανένδοτος, προστακτικός, αυθαίρετος
  • bezczeszczenie στα ελληνικά - δυσμένεια, βεβήλωση, βεβήλωσης, η βεβήλωση, τη βεβήλωση, σύληση
  • cyganeria στα ελληνικά - Βοημία, Βοημίας, Bohemia, μποέμ παράδεισος, τη Βοημία
  • granulator στα ελληνικά - κοκκοποίησης, κοκκιοποιητή, κοκκοποιητής, κοκκοποιητή, κοκκοποιητού
Τυχαίες λέξεις
Wygięcie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, καμπυλώνω, σκύβω, κυρτώνω, καμπυλώνεται, φιόγκος, καμπύλη, τόξο, στροφή, κόμπος, βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent