Wyjechać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyjechać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραιτούμαι, φεύγω, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Μεταφράσεις
- aliteracyjny στα ελληνικά - παρηχητικός, παρηχητική
- anormalność στα ελληνικά - ανωμαλία, ανωμαλίας, ανωμαλίες, διαταραχή, ανωμαλιών
- donosicielski στα ελληνικά - καταγγελτικός, κηρυγματικό, καταγγελτική, απαξιωτικές
- gruchanie στα ελληνικά - μουρμουρίζω, τρυφερολόγημα, ερωτολογώ, COO, ΟΟΟ
Τυχαίες λέξεις
Wyjechać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραιτούμαι, φεύγω, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Μεταφράσεις: παραιτούμαι, φεύγω, παρατάω, άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε