Wykazywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wykazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράσταση, εμφαίνω, δείχνω, αποδεικνύω, διηγούμαι, διαδηλώνω, έκθεμα, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, έκθεση
Wykazywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brzęczyk στα ελληνικά - βομβητής, κουδούνι, βομβητή, buzzer, σειρήνα
  • girlsa στα ελληνικά - κορίτσια, Τα κορίτσια, Girls, κορίτσια που, των κοριτσιών
  • halucynacja στα ελληνικά - παραίσθηση, ψευδαίσθηση, παραισθήσεις, ψευδαισθήσεις, ψευδαίσθησης
  • harować στα ελληνικά - μόχθος, κόπος, μόχθο, μόχθου, κόπο
Τυχαίες λέξεις
Wykazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράσταση, εμφαίνω, δείχνω, αποδεικνύω, διηγούμαι, διαδηλώνω, έκθεμα, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, έκθεση