Wykiełkować στα ελληνικά

Μετάφραση: wykiełkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέρχομαι, βλαστάνω, γεννώ, φυτρώνω, βλαστήσουν, βλασταίνουν, βλαστήσει, φυτρώνουν, βλαστάνουν
Wykiełkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • breja στα ελληνικά - λίπος, slush, λάσπη χιονιού, μισολειωμένο, μισολειωμένο προϊόν
  • gołoledź στα ελληνικά - γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
  • hodometr στα ελληνικά - οδόμετρο, οδομετρητή, Χιλιομετρητής, οδομέτρων, το οδόμετρο
  • iluminacja στα ελληνικά - φωτισμός, φωτισμό, φωτισμού, το φωτισμό, φως
Τυχαίες λέξεις
Wykiełkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέρχομαι, βλαστάνω, γεννώ, φυτρώνω, βλαστήσουν, βλασταίνουν, βλαστήσει, φυτρώνουν, βλαστάνουν