Wykołować στα ελληνικά
Μετάφραση: wykołować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φενακίζω, κλέβω, ζαβολιάρης, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις
- celny στα ελληνικά - σχετικός, ακριβής, τελωνείο, τελωνειακού, Τελωνειακή, Τελωνειακής, Τελωνείων
- cyngiel στα ελληνικά - σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
- egalitarny στα ελληνικά - ισότιμη, εξισωτική, ισότιμης, εξισωτικές, egalitarian
- furkot στα ελληνικά - βόμβος, Buzz, βόμβο, το Buzz, Μπαζ
Τυχαίες λέξεις
Wykołować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φενακίζω, κλέβω, ζαβολιάρης, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: φενακίζω, κλέβω, ζαβολιάρης, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει