Wykończyć στα ελληνικά

Μετάφραση: wykończyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτυγχάνω, καταφέρω, τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, πραγματοποιώ, τέλος, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, τερματισμού
Wykończyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezkarny στα ελληνικά - ατιμώρητος, ατιμώρητοι, ατιμώρητη, ατιμώρητες, ατιμώρητα
  • fotoelektryczny στα ελληνικά - φωτοηλεκτρικός, φωτοηλεκτρικό, φωτοηλεκτρικού, φωτοηλεκτρικής, φωτοηλεκτρική
  • ganglion στα ελληνικά - γάγγλιο, γαγγλίου, γαγγλίων, γαγγλιακών, γαγγλιακά
  • herbaciarnia στα ελληνικά - τσάι, τσαγερί, αίθουσα τσαγιού, tearoom, όπου σερβίρονται τσάι, τεϊοποτείο
Τυχαίες λέξεις
Wykończyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτυγχάνω, καταφέρω, τελειώνω, τερματισμός, περατώνω, πραγματοποιώ, τέλος, φινίρισμα, γκολ το, τελείωμα, τερματισμού