Wykradać στα ελληνικά

Μετάφραση: wykradać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλέβω, βουτώ, υπεξαιρώ, κλέπτω
Wykradać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aklamować στα ελληνικά - επικροτώ, επιδοκιμάζω, επευφημώ, αναγνώριση, acclaim, επευφημίες
  • chwytacz στα ελληνικά - κράτημα, πιάνω, λαβή, πιάσιμο, πρόσφυση, λαβής
  • fatyga στα ελληνικά - κούραση, ενοχλώ, φασαρία, ταλαιπωρία, μπελάς, κόπωση, κόπος, ...
  • gamajda στα ελληνικά - χωριάτης, αγροίκος, χαζοχωριάτης
Τυχαίες λέξεις
Wykradać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλέβω, βουτώ, υπεξαιρώ, κλέπτω