Wymierzać στα ελληνικά

Μετάφραση: wymierzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφαρμόζω, διοικώ, μελέτη, έρευνα, επιβάλλω, χορηγώ, ανασκόπηση, απονέμω, απονέμω δικαιοσύνη
Wymierzać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autotransformator στα ελληνικά - αυτομετασχηματιστής, αυτομετασχηματιστή, του αυτομετασχηματιστή
  • gubić στα ελληνικά - παράγκα, χάνω, αποβάλλω, καλύβα, χάνουν, χάσετε, χάσουν, ...
  • gówno στα ελληνικά - σκατά, μαλακία, μαλακίες, τη μαλακία, τα σκατά
  • huzar στα ελληνικά - ουσσάρος, ιππέας, Ουσάρος, ιππεύς, Hussar
Τυχαίες λέξεις
Wymierzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφαρμόζω, διοικώ, μελέτη, έρευνα, επιβάλλω, χορηγώ, ανασκόπηση, απονέμω, απονέμω δικαιοσύνη