Wymijać στα ελληνικά
Μετάφραση: wymijać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαλανθάνω, αποφεύγω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν
Μεταφράσεις
- atomowo στα ελληνικά - atomically, ατομικά, ατομικώς
- dusza στα ελληνικά - ψυχοσύνθεση, πνεύμα, ψυχή, ψυχής, την ψυχή, η ψυχή, της ψυχής
- improwizowany στα ελληνικά - αυτοσχέδιος, πρόχειρος, αυτοσχέδια, αυτοσχέδιες, των αυτοσχέδιων
- intensyfikować στα ελληνικά - εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
Τυχαίες λέξεις
Wymijać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαλανθάνω, αποφεύγω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν
Μεταφράσεις: διαλανθάνω, αποφεύγω, διαφεύγω, αποφύγει, να αποφύγει, αποφύγουν, διαφεύγουν, αποφεύγουν